οπωροφύλαξ

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ὀπωροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που φυλάγει τα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φύλαξ.