μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
ὀπωροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)αυτός που φυλάγει τα οπωροφόρα δένδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φύλαξ.