οπωρινός

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

ὀπωρινός, -ή, -όν (Α) οπώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή της οπώρας ή αυτός που γίνεται κατά την εποχή της οπώρας («μηδὲ μένειν τε οἶvov νέον καὶ ὀπωρινὸν ὄμβρον», Ησίοδ.).