ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
ὀρθόλοξος, -ον (Α)(για επίδεσμο) ορθός και λοξός, αυτός που έχει δεθεί σταυρωτά.