ὀσιρίτης
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
[ρῑ], ου, ὁ, Egypt.
A = κυνοκεφάλιον, Apionap.Plin.HN30.18.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσῑρίτης: ὁ Αἰγύπτιον ὄνομα τοῦ φυτοῦ κυνοκεφάλιον, cynocephalia, Ἀπίων παρὰ Πλίν. 30, 6.
Greek Monolingual
ὀσιρίτης, ὁ (Α) (αιγυπτ. λ.) το φυτό κυνοκεφάλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αιγυπτιακής προέλευσης].