ούρηση

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

η (Α οὔρησις, ιων. τ. πληθ. οὐρήσιες) ουρώ
η ενέργεια του ουρώ, το κατούρημα
νεοελλ.
φυσιολ. η διαδικασία αποβολής τών ούρων από την ουροδόχο κύστη, διαδικασία που ελέγχεται από νευρικά κέντρα τα οποία βρίσκονται στον νωτιαίο μυελό, στο εγκεφαλικό στέλεχος και στον φλοιό του εγκεφάλου.