ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
οὐρηρός, -ά, -όν (Α)(συν. για αγγείο) ο κατάλληλος για ούρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].