Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
ὀχλικός, -ή, -όν (Α) όχλοςαυτός που ανήκει στον λαό, λαϊκός. επίρρ...ὀχλικώς (Α)με οχλικό τρόπο.