παραφύλαξη
From LSJ
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
Greek Monolingual
η / παραφύλαξις, -άξεως, ή ΝΜΑ παραφυλάσσω η κρυφή παρακολούθηση, το παραφύλαγμα, το παραμόνεμα, η φρούρηση.