παραφύλαξη
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
Greek Monolingual
η / παραφύλαξις, -άξεως, ή ΝΜΑ παραφυλάσσω η κρυφή παρακολούθηση, το παραφύλαγμα, το παραμόνεμα, η φρούρηση.