παραφύλαξη
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
Greek Monolingual
η / παραφύλαξις, -άξεως, ή ΝΜΑ παραφυλάσσω η κρυφή παρακολούθηση, το παραφύλαγμα, το παραμόνεμα, η φρούρηση.