κρυφή

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

κρυφῇ, δωρ. τ. κρυφᾷ (Α)
επίρρ. μυστικά, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το ουσ. κρυφή (< θ. κρυφ- του κρύπτω), που απαντά μόνο στα σύνθ. απο-κρυφή, κατα-κρυφή (πρβλ. κομιδ-ῄ πανταχ-)].