παρεγκρύπτω
From LSJ
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
παρεγκρύπτω: κρύπτω ἐντός, Θεόδ. Πρόδρ.
Μ
κρύβω επιτήδεια κάτι ανάμεσα σε άλλα («παρεγκρύπτων φόνον», Θεόδ. Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκρύπτω «κρύβω μέσα»].