ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
και πατηκώνω [[[πατίκι]] (Ι)]πατάω, πιέζω, συμπιέζω, στοιβάζω κάτι για να ελαττωθεί ο όγκος του και να καταλάβει μικρότερο χώρο.