πατικώνω

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

και πατηκώνω [[[πατίκι]] (Ι)]
πατάω, πιέζω, συμπιέζω, στοιβάζω κάτι για να ελαττωθεί ο όγκος του και να καταλάβει μικρότερο χώρο.