Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Ν
ντύνω γύρω γύρω με επικάλυμμα, καλύπτω απ' όλες τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ενδύω «ντύνω». Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].