περικαθαρμός
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
German (Pape)
[Seite 578] ὁ, Plat. Legg. VII, 815 c, v. l. für περὶ καθαρμούς.
Greek (Liddell-Scott)
περικαθαρμός: ὁ, ἁγνισμός, καθαρμός, Πλάτ. Νόμ. 815C.
Greek Monolingual
ὁ, Α περικαθαίρω
πλήρης εξαγνισμός.