περιτεχνώμαι
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
Greek Monolingual
-άομαι, Α
1. τεχνάζομαι, κατασκευάζω κάτι
2. μηχανώμαι, δολιεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τεχνῶμαι «κατασκευάζω με τέχνη, μηχανεύομαι»].