περκόμορφοι

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

οι, Ν
η μεγαλύτερη τάξη ψαριών της θάλασσας, ὁπως είναι οι τόννοι, τα σκουμπριά, οι ξιφίες κ.ά., και τών γλυκών νερών, ὁπως είναι οι πέρκες και τα ηλιόψαρα, με 6.000 και πλέον είδη που έχουν παγκόσμια εξάπλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. perciformes (< πέρκα + forme «μορφή»)].