ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
και περρούκα, η, Νπρόσθετη, τεχνητή κόμη από φυσικές ή φυτικές ίνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. perrucca < παλαιότερο αμάρτυρο pilucca < λατ. pilus «κόμη»].