περιφρονητής
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
Greek (Liddell-Scott)
περιφρονητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιφρονῶν, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5. σ. 302.
Greek Monolingual
ο, θηλ. περιφρονήτρια, ΝΜ περιφρονώ
αυτός που περιφρονεί κάτι, που δείχνει περιφρόνηση σε κάτι.