πικάντικος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. πολύ νόστιμος, ορεκτικός (α. «πικάντικη σάλτσα» β. «πικάντικοι μεζέδες»)
2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) ερεθιστικός, προκλητικός με χαριτωμένο τρόπο (α. «πικάντικο γέλιο» β. «πικάντικο ντύσιμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccαnte (< piccαre < piccα «αιχμή») + κατάλ. -ικος].