αιχμή

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

η (Α αἰχμή)
1. η αιχμηρή απόληξη, το άκρο κάθε μυτερού αντικειμένου (δόρατος, ξίφους, αγκίστρου, βελόνας κ.λπ.)
2. το ακρότατο σημείο, η κορύφωση (αιχμή μιας αρρώστιας, αιχμή της οικονομικής κρίσης, αιχμή της κυκλοφορίας)
αρχ.
1. το άκρο, η λόγχη του δόρατος
2. το ίδιο το δόρυ
3. σώμα στρατιωτών που έφεραν δόρυ, οι αιχμοφόροι
4. πόλεμος, μάχη, συμπλοκή
5. (για αρρώστιες)
δριμύτητα, οξύτητα
6. φιλοπόλεμο πνεύμα, αλλά και γενικά οξυθυμία, ευέξαπτος χαρακτήρας
7. η τρίαινα του Ποσειδώνος
8. (δοτ. εν.) αἰχμῇ
με το δόρυ, δηλ. στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη κυρίως ποιητική. Στον πεζό λόγο της αρχαίας με εξαίρεση τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα τόσο η ίδια η λ. αἰχμὴ όσο και τα παράγωγά της δεν χρησιμοποιούνται. Χρησιμοποιείται μόνον ευρύτερα το σύνθ. αιχμάλωτος (< αἰχμὴ + ἁλωτὸς < ἀλίσκομαι «συλλαμβάνω, κυριεύω») σε συνεχή χρήση μέχρι σήμερα. Η λέξη αἰχμὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα αἰκ- «δόρυχτυπώ με αιχμηρό όπλο» (πρβλ. λιθουαν. iēšmas, αρχ. πρωσσ. aysmis «λόγχη»). Ήτοι αἰκ-σμᾱ > αἰχ-μά / αἰχ-μὴ (ο τ. με -ς- μαρτυρείται από τα Μυκηναϊκά: aikasama = αἰκ-σμᾱ). Αρχική σημ. της λ. ήταν η δήλωση του «αιχμηρού, μυτερού άκρου, της αιχμής» — εν συνεχεία σήμανε συνεκδοχικά «το ακόντιο» και μεταφορικά «τη μάχη». Ομόρριζα του αἰχμὴ είναι η γλώσσα του Ησυχίου αἶκλοι («αἱ γωνίαι τοῦ βέλους») και τύποι με μηδενισμένη (χωρίς α) βαθμίδα θέματος (πρβλ. λατ. ico «βάλλω, κτυπώ»), όπως κυπρ. ἰκμαμένος (= «αιχμημένος», πληγωμένος), ἰκτέα («ακόντιον») στον Ησύχιο, ἴκταρ, επίρρ. «στην άκρη του, μόλις ακουμπώντας, κοντά», πιθ. και τα ἴγδις, ἴγδη «το γουδί».
ΠΑΡ. αρχ. αἰχμάζω, αἰχμητήρ, αἰχμητής, αἰχμήεις
νεοελλ.
αιχμηρός, αιχμικός.
ΣΥΝΘ. αιχμάλωτος, αρχ. αἰχμόδετος, αἰχμοφόρος
νεοελλ.
αιχμοφιδής, αιχμοφοβία].