νόστιμος
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
νόστιμον, (νόστος)
A belonging to a return (not in Il.), νόστιμον ἦμαρ = the day of return, i.e. the return itself, Od.1.9, 168, 3.233, etc.; νόστιμον φάος A.Pers. 261; νοστίμου σωτηρία ib.797; νόστιμον ἦτορ AP 5.231 (Paul. Sil.).
2 able to return or likely to return, ἐπεί ῥ' ἔτιν. ἐστι Od.4.806; ἀπόλωλε καὶ οὐκέτι ν. ἐστι 19.85, cf. A.Ag.618; ν. κινεῖν πόδα, νόστιμος πούς.
II (νόστος II) of plants and fruit, yielding a high return, productive, Thphr. CP 4.13.2 (Comp. and Sup.); φέρε δ' ἀγρόθι νόστιμα πάντα all things in abundance, Call.Cer.136; τὸν. τῶν καρπῶν S.E.M. 7.17.
2 succulent, nutritious, τροφή Sor.1.54 (Comp.); of fish, Aët. 9.30 (Sup.); τὸ λιπαρὸν καὶ νόστιμον Plu.2.684d; τὸ νοστιμώτατον ὁ καπνὸς παραλαβὼν ἐς τὸν οὐρανὸν οἴχεται Luc.Luct. 19.
3 wholesome, ὕδωρ J.BJ 4.8.3 (Comp.); γένοιτο αὐτῷ… τὰ ν. ἄνοστα BCH51.148 (Tab. Defix., Cyprus); palatable, Phld.D.3.13, Hsch. s.v. ἕσμιον:—in this sense expld. διὰ τὸ ἡδὺ τοῦ Ὁμηρικοῦ νόστου Eust. 1383.40.
4 τὸ νόστιμον, of resin obtained from galbanum, starch from wheat, the valuable part, Dsc.3.83, 2.101; so τὸ ἰλυῶδες καὶ νόστιμον Id.5.75.
III metaph., τὸ νόστιμον [τοῦ λεγομένου] the substance, kernel, M.Ant.2.15.
2 in literary criticism, succulent, εἴ τι νόστιμον τῆς ποιήσεως, τῆς ἱστορίας, Eust.ad D.P. Prooemia pp.70,71: generally, ὅπερ ἦν νοστιμώτατον ἐν σοὶ ἀπανθισάμενος Luc.Merc.Cond.39.
German (Pape)
[Seite 264] zur Rückkehr gehörig; Od. νόστιμον ἦμαρ, der Tag der Heimkehr, an dem Einer in sein Vaterland zurückkehrt, daher die Heimkehr selbst; νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι, Od. 8, 466; ὤλετο, 1, 168, u. sonst; – von Personen, wer noch zurückkehren kann oder wird, also noch lebt, gerettet, wohlbehalten, ἔτι νόστιμός ἐστι σὸς πάϊς, Od. 4, 806, vgl. 19, 85. 20, 233; εἰ νόστιμός γε καὶ σεσωσμένος πάλιν ἥξει, Aesch. Ag. 604; νόστιμος ἔλθοις δόμον, Eur. Alc. 1156; auch ἀέλπτως βλέπω νόστιμον φάος, an das homerische νόστιμον ἦμαρ erinnernd, Aesch. Pers. 255; στρατὸς κυρήσει νοστίμου σωτηρίας, 783, wie Ag. 334; ἐπεὶ νόστιμον ναῦς ἐκίνησε πόδα, Eur. Hec. 940. – Daher von Pflanzen, fortkommend, fortgehend, gedeihend, wachsend, σπέρματα, Theophr. u. Sp.; geradezu genießbar, angenehm, was die Gramm. in eigenthümilcher Weise auf νόστος (s. am Schluß) zurückführen; τὸ νόστιμον τῶν καρπῶν, S. Emp. adv. math. 7, 17; σύκου, Plut. Symp. 5, 9; Callim. ruft die Demeter an φέρε δ' ἀγρόθι νόστιμα πάντα, Cer. 135, reife Alles; auch von Schriften, M. Anton. 2, 15; ὅπερ ἦν νοστιμώτατον ἐν σοί, Luc. Merc. cond. 39, vgl. de luct. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui peut revenir, dont le retour est possible;
2 qui concerne le retour : νόστιμον ἦμαρ OD, νόστιμον φάος ESCHL le jour du retour;
3 fig. agréable au goût, qui revient;
Cp. νοστιμώτερος, Sp. νοστιμώτατος.
Étymologie: νόστος.
Russian (Dvoretsky)
νόστῐμος:
1 обещающий или приносящий возвращение: νόστιμον ἦμαρ Hom. день возвращения; ν. σωτηρία Aesch. возвращение и избавление; νόστιμον φάος βλέπειν Aesch. увидеть луч надежды на спасение;
2 могущий возвратиться, т. е. живой, невредимый: εἰ ἀπόλωλε καὶ οὐκέτι ν. ἐστιν Hom. если (Одиссей) погиб и больше не вернется;
3 свежий, сочный, приятный на вкус (см. νόστιμον).
Greek (Liddell-Scott)
νόστῐμος: -ον, (νόστος) ὁ ἀνήκων εἰς νόστον, εἰς ὑποστροφήν, ν. ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τοῦ νόστου, τῆς ὑποστροφῆς, συχν. ἐν τῇ Ὀδ. (ἐν Ἰλ. τὸ ἐπίθετ. δὲν ἀπαντᾷ), δηλ. αὐτὴ ἡ ἐπιστροφή, Ὀδ. Α. 9, 168, Γ. 233, κτλ. πρβλ. ἐλεύθερον, δούλιον ἦμαρ· οὕτω, ν. φάος Αἰσχύλ. Πέρσ. 261· ν. σωτηρία αὐτόθι 797· ν. ἦτορ Ἀνθ. Π. 5. 232. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νόστιμον ἦμαρ· τὸ σωτήριον. καὶ ἀνακομιστικόν. ἀνακομιστικὴ ἡμέρα». 2) ὁ δυνάμενος νὰ ἐπανέλθῃ, ἑπομένως ζῶν, Λατ. salvus, ἐπεί ῥ’ ἔτι νόστιμός ἐστι Ὀδ. Δ. 806· ἀπόλωλε καὶ οὐκέτι νόστιμός ἐστι Τ. 85, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 618· ν. κινεῖν πόδα, ἴδε ἐν λ. ποὺς Ι. 2. ΙΙ. νόστιμος ὡς καὶ νῦν, εὐχάριστος, εὐάρεστος εἰς τὴν γεῦσιν, ἡδύς, γλυκύς, γλυκερός, εὐχάριστος ἐν γένει, «Ὅμηρος μὲν ἦμαρ νόστιμον τὸ τῆς οἴκαδε ὑποστροφῆς λέγει· οἱ δὲ μεθ’ Ὅμηρον καὶ βρῶμά φασι νόστιμον... καὶ νόστον δὲ τὴν ἡδύτητα διὰ τὸ ἡδὺ τοῦ Ὁμηρικοῦ νόστου» Εὐστάθ. 1383, 40, κτλ.· ἐπὶ καρπῶν, νοστιμώτερα καὶ ἀνοστότερα καὶ πρὸς τὴν σίτησιν βελτίω Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4, 13· νοστιμώτερα δὲ ἐκ τῆς αὐτῆς παρὰ τὴν τοῦ ἀέρος κρᾶσιν αὐτόθι, πρβλ. Πλούτ. 2. 684C· ἐπὶ ἄρτου, τὸν ξένον ἄρτον ἀποφαινόμεθα νόστιμον Εὐστ. Πονημάτ. 22, 45· ἐπὶ ἅλατος, νόστιμον ἅλας αὐτόθι 86, 26· - ὥριμον, Χαῖρε, θεά, καὶ τάνδε σάω πόλιν... φέρε δ’ ἀγρόθι νόστιμα πάντα Καλλ. εἰς Δήμ. 135· - νόστιμον = χρήσιμον, καλόν, οὕτω τὸ μὲν νόστιμον ἀποτακήσεται ὡς δι’ ἠθμοῦ, τὸ δὲ ξυλῶδες ἐν τῷ ὀθονίῳ μενεῖ, περὶ χαλβάνης ὅταν καθαίρῃ τις αὐτήν, Διοσκ. 3, 87 (97).
English (Autenrieth)
(νόστος): νόστιμον ἦμαρ, day of return; of a person, destined to return, Od. 20.333, Od. 4.806.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ νόστιμος, -ον)
ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος
νεοελλ.
μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα
2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να επιστρέψει στην πατρίδα
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που είναι ακόμη ζωντανός («ἐπεί ῥ ἔτι νόστιμός ἐστιν σὸς παῖς», Ομ. Οδ.)
4. (για έδεσμα) θρεπτικός, ωφέλιμος
5. (για νερό) υγιεινός
6. (για καρπό) ώριμος, εύχυμος
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ νόστιμον
α) η ουσία («ἐκμυζῶν τῆς ἐκείνου ἱστορίας ἄπαν εἴ τι νόστιμον»)
β) το σπουδαιότερο μέρος, το χρήσιμο, το καλό
9. φρ. «νόστιμον ἦμαρ»
(συν. στον Ομ.) η ημέρα της επιστροφής στην πατρίδα («αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ», Ομ. Οδ.).
επίρρ...
νόστιμα (Μ νόστιμα)
με νόστιμο τρόπο
νεοελλ.
1. κομψά, χαριτωμένα
2. ευχάριστα στην ακοή, μελωδικά
μσν.
(για ύπνο) βαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόστος «επάνοδος» + κατάλ. -ιμος (πρβλ. κάρπιμος, κλόπιμος). Η λ. αρχικά είχε τη σημ. «αυτός που αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα» και, καθώς η επιστροφή αυτή προκαλούσε ευχάριστα συναισθήματα, η σημ. της λ. εξελίχθηκε σε «ευχάριστος, εύγευστος, χαριτωμένος, θελκτικός»].
Greek Monotonic
νόστῐμος: -ον (νόστος)·
I. 1. αυτός που ανήκει στην επιστροφή, στον νόστο, νόστιμον ἦμαρ, η ημέρα της επιστροφής, δηλ. η ίδια η επιστροφή, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, νόστιμον φάος, σε Αισχύλ.
2. αυτός που είναι σε θέση ή είναι πιθανόν να επιστρέψει, δηλαδή αυτός που παραμένει ζωντανός, σώος, Λατ. salvus, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για φυτά, αυτά που αναπαράγονται, παραγωγικά, οπωροφόρα· τὸ ἔν σοι νοστιμώτατον, ό,τι ήταν πιο ακμαίο σε σένα, σε Λουκ.
Middle Liddell
νόστῐμος, ον, νόστος
I. belonging to a return, ν. ἦμαρ the day of return, i. e. the return itself, Od.; so, ν. φάος Aesch.
2. able or likely to return, alive, safe, Lat. salvus, Od.
II. of plants, yielding a return, productive, τὸ ἐν σοι νοστιμώτατον what was most flourishing in you, Luc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(Νόστιμον ἦμαρ = ἡ μέρα τοῦ γυρισμοῦ στήν πατρίδα, εὐχάριστος, νόστιμος, γιά φαγητά). Ἀπό τό νόστος τοῦ νέομαι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.