Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
και πιτερίδα και πιτυρήθρα, η, Ν
ιατρ. λέπια από το τριχωτό δέρμα της κεφαλής, άφθονα σε περιπτώσεις πιτυριάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτυρίδα < αρχ. πιτυρίς < πίτυρον. Ο τ. πιτερίδα < πίτερο < αρχ. πίτυρον. Ο τ. πιτυρήθρα < πίτυρον + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δακτυλ-ήθρα)].