πλάνισμα
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
και πλάνιασμα, το, Ν πλανίζω
τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη.