πλειοδότης
From LSJ
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
ο, θηλ. πλειοδότις και πλειοδότρια, Ν
αυτός που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή σε πλειστηριασμό ή σε δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖον, ουδ. του πλείων + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].