Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Αεπίρρ. από την πλευρά, πλαγίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -ειδῶς (< -ειδής + επιρρμ. κατάλ. -ῶς), πρβλ. μυθο-ειδώς].