πλευροειδώς

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από την πλευρά, πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -ειδῶς (< -ειδής + επιρρμ. κατάλ. -ῶς), πρβλ. μυθοειδώς].