πλευροειδώς

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από την πλευρά, πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -ειδῶς (< -ειδής + επιρρμ. κατάλ. -ῶς), πρβλ. μυθοειδώς].