γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
και ποδαράς, ο, θηλ. ποδαρού, Νάτομο με πολύ μεγάλα πόδια ή πέλματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρα (πρβλ. κεφάλ-ας: κεφάλ-α)].