πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
και ποδαράς, ο, θηλ. ποδαρού, Νάτομο με πολύ μεγάλα πόδια ή πέλματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρα (πρβλ. κεφάλ-ας: κεφάλ-α)].