ποδάρας

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

και ποδαράς, ο, θηλ. ποδαρού, Ν
άτομο με πολύ μεγάλα πόδια ή πέλματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρα (πρβλ. κεφάλ-ας: κεφάλ-α)].