πλοιοκτησία

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η, Ν πλοιοκτήτης
(νομ.) αυτοτελής επιχειρηματική εκμετάλλευση ενός πλοίου από τον κύριό του, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.