πλοιοκτησία
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
η, Ν πλοιοκτήτης
(νομ.) αυτοτελής επιχειρηματική εκμετάλλευση ενός πλοίου από τον κύριό του, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.