πολεμόχαρος
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
Greek Monolingual
-η, -ο
πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιό-χαρος].
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
-η, -ο
πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιό-χαρος].