πολεμόχαρος
From LSJ
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
Greek Monolingual
-η, -ο
πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιόχαρος].