φιλοπόλεμος

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπόλεμος Medium diacritics: φιλοπόλεμος Low diacritics: φιλοπόλεμος Capitals: ΦΙΛΟΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: philopólemos Transliteration B: philopolemos Transliteration C: filopolemos Beta Code: filopo/lemos

English (LSJ)

φιλοπόλεμον, poet. φιλοπτόλεμος (so always in Hom., as also in IG22.3606.4), fond of war, warlike, bellicose, Il.16.65,90, al. (never in Od.), Pl.Ti.24c; freq. in bad sense, opp. πολεμικός, Plu.Comp.Eum.Sert. 2, cf. Id.Fab.19, Marc.1; τὸ φιλοπόλεμον = belligerence D.S.2.21, Plu.Num.8, etc. Adv. φιλοπολέμως = in a bellicose manner Isoc.8.97.

German (Pape)

[Seite 1283] poet. φιλοπτόλεμος, kriegliebend, kriegerisch; Hom. in der Il. oft, immer in der poet. Form; Plat. Tim. 24 d; Sp., wie Plut. Rom. 14. – Adv., διετέθησαν Isocr. 8, 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la guerre, belliqueux.
Étymologie: φίλος, πόλεμος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπόλεμος: любящий войну, воинственный Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπόλεμος: -ον, ποιητ. φιλοπτ- (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.), ὁ ἀγαπῶν τὸν πόλεμον, φίλος τοῦ πολέμου, πολεμικός, Ἰλ. Π. 65, 90, κλπ, κ. ἀλλ.· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ, Ὀδ.), Πλὰτ Τίμ. 24D· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀντίθ. τῷ πολεμικός, Πλουτ Εὐμ. κ. Σερτωρ. Σύγκρ. 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Φαβ. 19, ἐν Μαρκέλλῳ 1· τὸ φ. Διόδ. 2. 21, Πλούτ.. κλπ. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἰσοκρ. 178Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλοπόλεμος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλοπτόλεμος Α
αυτός που αγαπά τον πόλεμο, που του αρέσει ο πόλεμος, πολεμοχαρής
νεοελλ.
αυτός που είναι υπέρ του πολέμου («οι φιλοπόλεμοι κύκλοι μπορεί να εξωθήσουν σε περιπέτειες τον κόσμο»)
αρχ.
1. (με αρνητική σημ.) φίλερις, καβγατζής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπόλεμον
η αγάπη για τον πόλεμο.
επίρρ...
φιλοπολέμως Α
με πολεμική διάθεση («οὕτω δὲ φιλοπολέμως καὶ φιλοκινδύνως διετέθησαν», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. φυγοπόλεμος)].

Greek Monotonic

φῐλοπόλεμος: -ον, Επικ. φιλο-πτ-, αυτός που αγαπά τον πόλεμο, πολεμοχαρής, σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.· επίρρ. -μως, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

φῐλο-πόλεμος, ον,
fond of war, warlike, Il., Plut.: adv. -μως, Isocr.

English (Woodhouse)

warlike, fond of war

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

warlike

Belarusian: ваяўні́чы; Bulgarian: войнствен; Catalan: bel·ligerant; Danish: krigerisk; Dutch: strijdlustig, oorlogszuchtig; Esperanto: militema; Finnish: sotaisa; French: belliqueux; German: streitlustig, angriffslustig, kampfeslustig; Greek: φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής; Ancient Greek: φιλοπόλεμος, φιλοπτόλεμος, πολεμικός; Irish: fearchonta, gaisciúil, treasach, tachrach; Italian: bellicoso; Latin: bellicosus, bellax; Macedonian: воинствен; Maori: kaitaua, kaikiri; Norwegian Bokmål: krigersk; Nynorsk: krigersk; Occitan: belligerant, guerrièr; Portuguese: beligerante; Russian: враждебный; Spanish: guerrero, beligerante; Turkish: savaşçıl

bellicose

Arabic: عُدْوَانِيّ; Belarusian: ваяўні́чы; Bulgarian: войнствен; Catalan: bel·licós; Danish: krigerisk; Dutch: vechtlustig; Estonian: sõjakas; Finnish: sotaisa; French: belliqueux; Galician: bélico; Georgian: მეომარი, მებრძოლი; German: kriegerisch; Ancient Greek: αἰχμητήριος, ἀκοντοδόκος, ἀμφίγυος, ἀρειμανής, ἀρειμάνιος, Ἄρειος, ἀρείτολμος, ἀρείφατος, ἀρηϊκός, ἀρηΐφιλος, ἀσπιδοθρέμμων, ἀσπιδοφέρμων, βοηθόος, βουλόμαχος, δαΐφρων, ἐμπολέμιος, ἐνυάλιος, μαχήμων, μάχιμος, ὁπλοχαρής, πολεμαδόκος, πολεμηδόκος, πολεμήιος, πολεμήϊος, πολεμήτωρ, πολεμικός, πολεμόκλονος, πολεμοποιός, πολεμόφρων, φερεπτόλεμος, φιλοκνήμις, φιλόμαχος, φιλοπόλεμος, φιλοπτόλεμος; Icelandic: herskár, deilugjarn, bardagafús, óeirinn, errinn; Irish: cogúil, trodach; Old Irish: cathach; Italian: bellicoso; Japanese: 戦争好きな, 好戦的な; Korean: 호전적(好戰的); Latin: bellicosus; Maori: kaitaua, ririhau; Occitan: bellicós, guerrejaire; Polish: wojowniczy; Portuguese: bélico; Romanian: belicos; Russian: воинственный; Spanish: belicoso; Tagalog: pinga; Ukrainian: войовничий