φιλοπόλεμος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
φιλοπόλεμον, poet. φιλοπτόλεμος (so always in Hom., as also in IG22.3606.4), fond of war, warlike, bellicose, Il.16.65,90, al. (never in Od.), Pl.Ti.24c; freq. in bad sense, opp. πολεμικός, Plu.Comp.Eum.Sert. 2, cf. Id.Fab.19, Marc.1; τὸ φιλοπόλεμον = belligerence D.S.2.21, Plu.Num.8, etc. Adv. φιλοπολέμως = in a bellicose manner Isoc.8.97.
German (Pape)
[Seite 1283] poet. φιλοπτόλεμος, kriegliebend, kriegerisch; Hom. in der Il. oft, immer in der poet. Form; Plat. Tim. 24 d; Sp., wie Plut. Rom. 14. – Adv., διετέθησαν Isocr. 8, 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la guerre, belliqueux.
Étymologie: φίλος, πόλεμος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπόλεμος: любящий войну, воинственный Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπόλεμος: -ον, ποιητ. φιλοπτ- (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.), ὁ ἀγαπῶν τὸν πόλεμον, φίλος τοῦ πολέμου, πολεμικός, Ἰλ. Π. 65, 90, κλπ, κ. ἀλλ.· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ, Ὀδ.), Πλὰτ Τίμ. 24D· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀντίθ. τῷ πολεμικός, Πλουτ Εὐμ. κ. Σερτωρ. Σύγκρ. 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Φαβ. 19, ἐν Μαρκέλλῳ 1· τὸ φ. Διόδ. 2. 21, Πλούτ.. κλπ. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἰσοκρ. 178Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλοπόλεμος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλοπτόλεμος Α
αυτός που αγαπά τον πόλεμο, που του αρέσει ο πόλεμος, πολεμοχαρής
νεοελλ.
αυτός που είναι υπέρ του πολέμου («οι φιλοπόλεμοι κύκλοι μπορεί να εξωθήσουν σε περιπέτειες τον κόσμο»)
αρχ.
1. (με αρνητική σημ.) φίλερις, καβγατζής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπόλεμον
η αγάπη για τον πόλεμο.
επίρρ...
φιλοπολέμως Α
με πολεμική διάθεση («οὕτω δὲ φιλοπολέμως καὶ φιλοκινδύνως διετέθησαν», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. φυγοπόλεμος)].
Greek Monotonic
φῐλοπόλεμος: -ον, Επικ. φιλο-πτ-, αυτός που αγαπά τον πόλεμο, πολεμοχαρής, σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.· επίρρ. -μως, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
φῐλο-πόλεμος, ον,
fond of war, warlike, Il., Plut.: adv. -μως, Isocr.
English (Woodhouse)
Translations
warlike
Belarusian: ваяўні́чы; Bulgarian: войнствен; Catalan: bel·ligerant; Danish: krigerisk; Dutch: strijdlustig, oorlogszuchtig; Esperanto: militema; Finnish: sotaisa; French: belliqueux; German: streitlustig, angriffslustig, kampfeslustig; Greek: φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής; Ancient Greek: φιλοπόλεμος, φιλοπτόλεμος, πολεμικός; Irish: fearchonta, gaisciúil, treasach, tachrach; Italian: bellicoso; Latin: bellicosus, bellax; Macedonian: воинствен; Maori: kaitaua, kaikiri; Norwegian Bokmål: krigersk; Nynorsk: krigersk; Occitan: belligerant, guerrièr; Portuguese: beligerante; Russian: враждебный; Spanish: guerrero, beligerante; Turkish: savaşçıl
bellicose
Arabic: عُدْوَانِيّ; Belarusian: ваяўні́чы; Bulgarian: войнствен; Catalan: bel·licós; Danish: krigerisk; Dutch: vechtlustig; Estonian: sõjakas; Finnish: sotaisa; French: belliqueux; Galician: bélico; Georgian: მეომარი, მებრძოლი; German: kriegerisch; Ancient Greek: αἰχμητήριος, ἀκοντοδόκος, ἀμφίγυος, ἀρειμανής, ἀρειμάνιος, Ἄρειος, ἀρείτολμος, ἀρείφατος, ἀρηϊκός, ἀρηΐφιλος, ἀσπιδοθρέμμων, ἀσπιδοφέρμων, βοηθόος, βουλόμαχος, δαΐφρων, ἐμπολέμιος, ἐνυάλιος, μαχήμων, μάχιμος, ὁπλοχαρής, πολεμαδόκος, πολεμηδόκος, πολεμήιος, πολεμήϊος, πολεμήτωρ, πολεμικός, πολεμόκλονος, πολεμοποιός, πολεμόφρων, φερεπτόλεμος, φιλοκνήμις, φιλόμαχος, φιλοπόλεμος, φιλοπτόλεμος; Icelandic: herskár, deilugjarn, bardagafús, óeirinn, errinn; Irish: cogúil, trodach; Old Irish: cathach; Italian: bellicoso; Japanese: 戦争好きな, 好戦的な; Korean: 호전적(好戰的); Latin: bellicosus; Maori: kaitaua, ririhau; Occitan: bellicós, guerrejaire; Polish: wojowniczy; Portuguese: bélico; Romanian: belicos; Russian: воинственный; Spanish: belicoso; Tagalog: pinga; Ukrainian: войовничий