πόντικας
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
ο, Ν
μεγεθ. του ποντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + μεγεθ. κατάλ. -ας (πρβλ. ρουθούνι: ρούθουνας, μερμήγκι: μέρμηγκας)].