πόντικας

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
μεγεθ. του ποντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + μεγεθ. κατάλ. -ας (πρβλ. ρουθούνι: ρούθουνας, μερμήγκι: μέρμηγκας)].