ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
-η, -ο, Ναυτός που ζει ή φύεται κοντά, δίπλα σε ποτάμι («ποταμόφιλο φυτό»).