ποταμόφιλος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που ζει ή φύεται κοντά, δίπλα σε ποτάμι («ποταμόφιλο φυτό»).