πορογαμία
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. η χαλαζογαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. porogamy (< πόρος + γάμος)].