πριονιστήριο

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μηχανή ή εργοστάσιο εγκατεστημένων μηχανοκίνητων πριονιών όπου οι κορμοί δένδρων διαμορφώνονται σε καδρόνια ή σανιδοποιούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριονίζω + κατάλ. -τήριο (πρβλ. σπουδασ-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πριονιστήριον, μαρτυρείται από το 18β2 στον Σκαρλ. Δ. Βυζάντιο].