πριγκιπάτο

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

το / πριγκιπᾱτον, ΝΜ και πριγκηπάτο Ν
η ιδιότητα και το αξίωμα του πρίγκιπα
νεοελλ.
χώρα ή κρατίδιο το οποίο διοικείται από ηγεμόνα που φέρει τον τίτλο του πρίγκιπα, μικρή ηγεμονία («το πριγκιπάτο του Λίχτενσταϊν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. principatus «αρχή, ηγεμονία»].