πριγκιπάτο

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

το / πριγκιπᾱτον, ΝΜ και πριγκηπάτο Ν
η ιδιότητα και το αξίωμα του πρίγκιπα
νεοελλ.
χώρα ή κρατίδιο το οποίο διοικείται από ηγεμόνα που φέρει τον τίτλο του πρίγκιπα, μικρή ηγεμονία («το πριγκιπάτο του Λίχτενσταϊν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. principatus «αρχή, ηγεμονία»].