προσνήωση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
ναυτ. η ομαλή, ασφαλής και σύμφωνη με τους κανονισμούς κάθοδος αεροπλάνου στον διάδρομο αεροπλανοφόρου ή ελικοπτέρου στο κατάστρωμα οποιουδήποτε πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -νήωση, τ. σχηματισμένος από την αρχ. γεν. νηός της λ. ναῦς.