προσνήωση

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ναυτ. η ομαλή, ασφαλής και σύμφωνη με τους κανονισμούς κάθοδος αεροπλάνου στον διάδρομο αεροπλανοφόρου ή ελικοπτέρου στο κατάστρωμα οποιουδήποτε πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -νήωση, τ. σχηματισμένος από την αρχ. γεν. νηός της λ. ναῦς.