Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ο, Νπρόστυχος άνθρωπος, προστυχόμουτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + άνθρωπος].