ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
-η, -ο και πυκνόσκιωτος, -η, ο, Ν
(για δένδρα ή δάση) αυτός που παρουσιάζει πυκνή, βαθιά σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ήσκιος «σκιά» + κατάλ. -ωτος (πρβλ. ελαφρο-ήσκιωτος)].