πυράκτωση

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

η / πυράκτωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[πυρακτῶ, -όω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πυρακτώνω, η θέρμανση ενός υλικού ώσπου να γίνει διάπυρο
νεοελλ.
τεχνολ. η θέρμανση ενός υλικού ώσπου αυτό να ερυθροπυρωθεί ή να λευκοπυρωθεί σε αντιδιαστολή προς την πύρωση, δεδομένου ότι η πυράκτωση συνοδεύεται και από οπτικά φαινόμενα.