πυράκτωση
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
Greek Monolingual
η / πυράκτωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[πυρακτῶ, -όω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πυρακτώνω, η θέρμανση ενός υλικού ώσπου να γίνει διάπυρο
νεοελλ.
τεχνολ. η θέρμανση ενός υλικού ώσπου αυτό να ερυθροπυρωθεί ή να λευκοπυρωθεί σε αντιδιαστολή προς την πύρωση, δεδομένου ότι η πυράκτωση συνοδεύεται και από οπτικά φαινόμενα.