πυρίστατος
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
Greek Monolingual
ὁ, Μ
πυροστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πυριστάτης / πυροστάτης.
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
ὁ, Μ
πυροστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πυριστάτης / πυροστάτης.