πυρίστατος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
v. sub πυριστάτης.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
πυροστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πυριστάτης / πυροστάτης.