πυριστάτης
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, tripod to stand on the fire, Sch.Ar.Av. 436; also πυρίστατος and πυροστάτης, Eust.1827.56; πυρίστατος and πῠρι-ον, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 823] ὁ, ein über das Feuer zu stellender Dreifuß, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ κοινῶς καλουμένη «πυροστιά», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Ὄρν. 436· ὡσαύτως πυρίστατος καὶ πυροστάτης, Εὐστ. 1827. 56.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. πυροστάτης.